στρατάρχης

στρατάρχης
ο маршал

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "στρατάρχης" в других словарях:

  • στρατάρχης — general of an army masc nom sg στραταρχέω command an army imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατάρχης — ο, ΝΑ, και στρατάρχης Α αρχηγός στρατού, αρχιστράτηγος νεοελλ. (σε ορισμένα κράτη) στρ. ανώτατος αρχηγός ενόπλων δυνάμεων ή ομάδα στρατιών, βαθμός που προβλέπεται μόνον σε χώρες με πολυπληθή ενεργό στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + άρχης* …   Dictionary of Greek

  • στρατάρχης — ο αρχηγός στρατού: Στη χώρα μας μόνο μία φοράαπονεμήθηκε ο βαθμός του στρατάρχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατάρχαι — στρατάρχης general of an army masc nom/voc pl στρατάρχᾱͅ , στρατάρχης general of an army masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραταρχῶν — στρατάρχης general of an army masc gen pl στραταρχέω command an army pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατάρχαις — στρατάρχης general of an army masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατάρχην — στρατάρχης general of an army masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατάρχῃ — στρατάρχης general of an army masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • στρατάρχα — στρατάρχᾱ , στρατάρχης general of an army masc nom/voc/acc dual στρατάρχης general of an army masc voc sg στρατάρχᾱ , στρατάρχης general of an army masc gen sg (doric aeolic) στρατάρχης general of an army masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τιρέν, Aνρί ντε Λατούρ, υποκόμης του- — (Turenne, 1611 – 1675). Στρατάρχης της Γαλλίας. Ήταν δευτερότοκος γιος του δούκα Ερρίκου του Μπουγιόν, πρίγκιπας του Σεντάν και της Ελισάβετ του Νασάου. Αρχικά πολέμησε στο πλευρό των πριγκίπων του Νασάου (1625 29) και στη συνέχεια τέθηκε στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»